ριγανάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ριγανάτος
- που έχει μέσα ως βασικό μυρωδικό τη ρίγανη
- (ουσιαστικοποιημένο) ριγανάτο: φαγητό με κρέας, που έχει μέσα ως βασικό μυρωδικό τη ρίγανη
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρίγανη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ριγανάτος
|