ρητορευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρητορευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρητορεύω
Μετοχή επεξεργασία
ρητορευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ρητορεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρητορευμένος
|
ρητορευμένος, -η, -ο
|