ρεύση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεύση | οι | ρεύσεις |
γενική | της | ρεύσης* | των | ρεύσεων |
αιτιατική | τη | ρεύση | τις | ρεύσεις |
κλητική | ρεύση | ρεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεύση < ρέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεύση θηλυκό
- η εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου, η ονείρωξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεύση