ρετσέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρετσέτα | οι | ρετσέτες |
γενική | της | ρετσέτας | — | |
αιτιατική | τη | ρετσέτα | τις | ρετσέτες |
κλητική | ρετσέτα | ρετσέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρετσέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική receta < λατινική recepta, θηλυκό του receptus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος recipio < re- + capio
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρετσέτα θηλυκό
- (γαστρονομία, μαγειρική) (παρωχημένο) συνταγή
- (ιατρική) (παρωχημένο) συνταγή
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) συνταγή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρετσέτα
|