Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ρεστάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική restar(e) + < resto

  Ρήμα επεξεργασία

ρεστάρω [1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεστάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική arrest + -άρω με αποβολή του αρχικού [a]

  Ρήμα επεξεργασία

ρεστάρω

  • (παρωχημένο, ελληνοαμερικάνικα) συλλαμβάνω
    ※  ήρθανε να μας ρεστάρουν | και τα ζάρια να μας πάρουν (στίχοι από το ρεμπέτικο της Αμερικής «Τούτοι οι μπάτσοι πού 'ρθαν τώρα» [<1928])

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ρεστάρω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)