Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεπεσάζ < γαλλική repêchage

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεπεσάζ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) προκριματικός αγώνας που δίνει την ευκαιρία σε αποτυχόντες των προηγούμενων γύρων να προκριθούν στην επόμενη φάση

  Μεταφράσεις επεξεργασία