Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεπεράζ (νεολογισμός) < (λόγιο δάνειο) γαλλική repérage < repérer +‎ -age < repère / repaire < λατινική reperio < re- + pario

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεπεράζ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία