Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεζισέρ < (μεταγραφή) γαλλική régisseur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεζισέρ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία