ρεζερβουάρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεζερβουάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική réservoir[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾe.zeɾ.vuˈaɾ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεζερβουάρ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία) η δεξαμενή καυσίμου στα οχήματα με κινητήρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ ρεζερβουάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας