Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεβόλβερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική revolver

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈvol.veɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐βόλ‐βερ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεβόλβερ ουδέτερο άκλιτο

  • το περίστροφο
    ※  Καὶ τὸ βράδυ στὴ διαλογή, ὅταν ἐκατάλαβε πως θὰ ἔχανεν ὁ φίλος του, μόνος πάλιν ἐπήδησε μὲ τὸ ρεβόλβερ στὸ χέρι μέσα στὴν ἐκκλησία, ἔδιωξε τὴ φρουρὰ καὶ ἀναποδογύρισε τὶς κάλπες συγκάσελα. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, κεφ. Β': Μυστήρια της ζητιανιάς)

  Μεταφράσεις επεξεργασία