ρεβιζιονισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεβιζιονισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική révisionnisme[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεβιζιονισμός αρσενικό
- κάθε τάση αναθεώρησης φιλοσοφικών ιδεών
- (ειδικότερα) η τάση αναθεώρησης των μαρξιστικών αρχών, η οποία τάσσεται υπέρ των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων έναντι των επαναστατικών δράσεων.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεβιζιονισμός
- ↑ ρεβιζιονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας