ρεβανσίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεβανσίστρια < ρεβανσιστής + -τρια < γαλλική revanchiste
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεβανσίστρια θηλυκό
- θηλυκό του ρεβανσιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεβανσίστρια
|
ρεβανσίστρια θηλυκό
|