ρεβέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεβέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική revers < λατινική reversus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος revertor < verto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wert-
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεβέρ ουδέτερο άκλιτο
- το εξωτερικό δίπλωμα, το γύρισμα που κάνει το ύφασμα στο κάτω μέρος από το μπατζάκι ενός παντελονιού ή στην άκρη ενός μανικιού
- (στο τένις ή το πινγκ πονγκ) η απόκρουση μιας μπαλιάς με το δεξί χέρι, ενώ η μπάλα βρίσκεται στα αριστερά του αθλητή, ή με το αριστερό, ενώ η μπάλα βρίσκεται στα δεξιά