ρακοσυλλέκτις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ρακοσυλλέκτις | αἱ | ρακοσυλλέκτιδες | ||||
γενική | τῆς | ρακοσυλλέκτιδος | τῶν | ρακοσυλλεκτίδων | ||||
δοτική | τῇ | ρακοσυλλέκτιδι | ταῖς | ρακοσυλλέκτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ρακοσυλλέκτιν | τὰς | ρακοσυλλέκτιδας | ||||
κλητική ὦ! | ρακοσυλλέκτι | ρακοσυλλέκτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρακοσυλλέκτις θηλυκό