ραδιοϊσοτοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοϊσοτοπικός < ραδιοϊσότοπο + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ραδιοϊσοτοπικός, -ή, -ό,
- (φυσική, ιατρική) ο σχετικός με ραδιοϊσότοπο
- ↪ ραδιοϊσοτοπικός έλεγχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοϊσοτοπικός
|