ραδιοκασετόφωνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοκασετόφωνο < ράδι(ο) + -ο- + κασετόφωνο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραδιοκασετόφωνο ουδέτερο
- ηλεκτρονική συσκευή που συνδυάζει την ύπαρξη ραδιοφώνου και κασετοφώνου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοκασετόφωνο