ραβδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραβδισμός < ραβδίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβδισμός αρσενικό
- ένα χτύπημα με ραβδί που καταφέρεται σε κάποιον· ραβδιά
- σύνολο χτυπημάτων που καταφέρονται σε κάποιον με ραβδί· ράβδισμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραβδισμός