Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραβδισμός οι ραβδισμοί
      γενική του ραβδισμού των ραβδισμών
    αιτιατική τον ραβδισμό τους ραβδισμούς
     κλητική ραβδισμέ ραβδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραβδισμός < ραβδίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραβδισμός αρσενικό

  1. ένα χτύπημα με ραβδί που καταφέρεται σε κάποιον· ραβδιά
  2. σύνολο χτυπημάτων που καταφέρονται σε κάποιον με ραβδί· ράβδισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία