ραβδιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραβδιά | οι | ραβδιές |
γενική | της | ραβδιάς | των | ραβδιών |
αιτιατική | τη | ραβδιά | τις | ραβδιές |
κλητική | ραβδιά | ραβδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραβδιά < ράβδος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβδιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραβδιά
|