ράστερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ράστερ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ράστερ ουδέτερο άκλιτο
- (τυπογραφία) άθροισμα κουκίδων που δημιουργούν οπτική εντύπωση αυξομειούμενου ή συνεχούς γκρίζου για την παράσταση όγκου, σχημάτων κλπ // βιομηχανοποιημένα φύλλα χαρτιού ή διαφανούς επιφάνειας με έτοιμα, τυπωμένα αθροίσματα κουκίδων
- (ηλεκτρονική) πλακέτα διασύνδεσης χωρίς κολλήσεις, πλακέτα δοκιμών, πλακέτα γενικών συνδέσεων
- Δείτε επίσης: πλακέτα διασύνδεσης χωρίς κολλήσεις στην Βικιπαίδεια
- (πληροφορική, γραφικά υπολογιστή) raster, bitmap: ψηφιακή εικόνα που αποτελείται από ένα πλέγμα εικονοστοιχείων (pixels) και η οποία αποθηκεύεται σε αρχείο σαν ακολουθία των οριζόντιων γραμμών αυτού του πλέγματος