ράμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ράμμα | τα | ράμματα |
γενική | του | ράμματος | των | ραμμάτων |
αιτιατική | το | ράμμα | τα | ράμματα |
κλητική | ράμμα | ράμματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ράμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥάμμα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ράμ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ράμμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα της ενέργειας του ράβω, ιδίως για τραύμα ή χειρουργική τομή που προκάλεσε λύση της συνέχειας του δέρματος
- το νήμα που χρησιμοποιήθηκε από έναν χειρουργό για να ράψει ένα τραύμα ή τομή
- ↪ ο γιατρός του είπε να ξαναπάει μετά από πέντε μέρες για να του κόψει τα ράμματα
Εκφράσεις επεξεργασία
- έχω ράμματα για τη γούνα σου: (συνήθως απειλητικά και, σπανιότερα, όχι απευθείας στο αναφερόμενο πρόσωπο αλλά μονολογώντας) ξέρω αρκετά επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος σου και πιθανόν να τα χρησιμοποιήσω για να ανταποδώσω αυτό που μου έκανες ή θα μου κάνεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ↑ ράμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας