Δείτε επίσης: πήχυς, πήχης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πηχῠ- πηχε-
ονομαστική πῆχῠς οἱ πήχεις
      γενική τοῦ πήχεως τῶν πήχεων
      δοτική τῷ πήχει τοῖς πήχεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πῆχῠν τοὺς πήχεις
     κλητική ! πῆχῠ πήχεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήχει
γεν-δοτ τοῖν  πηχέοιν
Και γενική ενικού πήχεος.
Μεταγενέστερη γενική πληθυντικού πηχῶν.
3η κλίση, Κατηγορία 'πρέσβυς' όπως «πρέσβυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πῆχυς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πῆχυς αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία