πύρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πύρωμα | τα | πυρώματα |
γενική | του | πυρώματος | των | πυρωμάτων |
αιτιατική | το | πύρωμα | τα | πυρώματα |
κλητική | πύρωμα | πυρώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πύρωμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πύρωμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πύρωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πύρωμα
|