Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πυρώνω < αρχαία ελληνική πυρ(ῶ) / πυρ(όω + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

πυρώνω, αόρ.: πύρωσα, παθ.φωνή: πυρώνομαι, π.αόρ.: πυρώθηκα, μτχ.π.π.: πυρωμένος

  1. (μεταβατικό) θερμαίνω πολύ, ζεσταίνω κάτι, πυρακτώνω
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πολύ θερμός, εκπέμπω μεγάλη θερμότητα
    πυρώνει η άσφαλτος το καλοκαίρι
  3. (λογοτεχνικό, για έντονα συναισθήματα) επιθυμώ έντονα, έχω πάθος για κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πυρ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία