πόμπεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πόμπεμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πόμπευμα < πομπεύ(ω) + -μα με αφομοίωση [vm] > [mm] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου [mm] > [m] [1] Δείτε και πόμπευμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpom.be.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐μπε‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπόμπεμα θηλυκό
- άλλη μορφή του διαπόμπευση
- αυτό(ς) που το(ν) διαπομπεύουν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πόμπεμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πόμπεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας