διαπόμπευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπόμπευση | οι | διαπομπεύσεις |
γενική | της | διαπόμπευσης* | των | διαπομπεύσεων |
αιτιατική | τη | διαπόμπευση | τις | διαπομπεύσεις |
κλητική | διαπόμπευση | διαπομπεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπομπεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπόμπευση < διαπομπεύ(ω) + -ση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯aˈpom.bef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐πό‐μπευ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαπόμπευση θηλυκό
- το ρεζίλεμα, ο εξευτελισμός κάποιου δημόσια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπόμπευση