Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πωρόω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πωρόω
<
πῶρος
+
-όω
Ρήμα
επεξεργασία
πωρόω
(
κυριολεκτικά
)
σκληραίνω
(
κυριολεκτικά
)
προκαλώ
το
σχηματισμό
πέτρας
,
πετρώνω
≈
συνώνυμα
:
πετρόω
,
λιθόω
(
ιατρική
)
πωρώνω
παθητική φωνή
:
πωρόομαι
:
πήζω
ή
γίνομαι
παχύρρευστος
σκληραίνω
πετρώνω
,
γίνομαι
απολίθωμα
(
μεταφορικά
)
γίνομαι
σκληρός
ή
αναίσθητος
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πωρῶ