Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρσαίνω < πυρσός


  Ρήμα επεξεργασία

πυρσαίνω

  1. κάνει κάτι πυρρό, το κάνω κόκκινο
  2. το κάνω να λάμπει σαν τον πυρσό