Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυροσωλήν οἱ πυροσωλῆνες
      γενική τοῦ πυροσωλῆνος τῶν πυροσωλήνων
      δοτική τῷ πυροσωλῆνι τοῖς πυροσωλῆνσι(ν)
    αιτιατική τὸν πυροσωλῆνα τοὺς πυροσωλῆνας
     κλητική ! πυροσωλήν πυροσωλῆνες
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροσωλήν (μαρτυρείται από το 1847) [1] < → και δείτε τη λέξη πυροσωλήνας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυροσωλήν, -ῆνος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 878, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου