Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρολατρεία οι πυρολατρείες
      γενική της πυρολατρείας των πυρολατρειών
    αιτιατική την πυρολατρεία τις πυρολατρείες
     κλητική πυρολατρεία πυρολατρείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρολατρεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyrolatry + λατρεία < αρχαία ελληνική πῦρ + λατρεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρολατρεία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Pyrolatry στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πυρολατρεία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)