πυρογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρογράφος < πυρογραφία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρογράφος αρσενικό
- (τέχνη) καλλιτέχνης που δημιουργεί με την τεχνική της πυρογραφίας
- (τέχνη) όργανο που χρησιμοποιειπται στην τεχνική της πυρογραφίας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πυρογραφία, πυρ και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλλιτέχνης
Πηγές επεξεργασία
- πυρογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυρογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πυρογράφος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)