Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρογράφος οι πυρογράφοι
      γενική του πυρογράφου των πυρογράφων
    αιτιατική τον πυρογράφο τους πυρογράφους
     κλητική πυρογράφε πυρογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρογράφος < πυρογραφία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
  1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrograveur ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyrographer
  2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrograph

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρογράφος αρσενικό

  1. (τέχνη) καλλιτέχνης που δημιουργεί με την τεχνική της πυρογραφίας
  2. (τέχνη) όργανο που χρησιμοποιειπται στην τεχνική της πυρογραφίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία