Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυρασφαλιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυρασφαλιστικ
ός
η
πυρασφαλιστικ
ή
το
πυρασφαλιστικ
ό
γενική
του
πυρασφαλιστικ
ού
της
πυρασφαλιστικ
ής
του
πυρασφαλιστικ
ού
αιτιατική
τον
πυρασφαλιστικ
ό
την
πυρασφαλιστικ
ή
το
πυρασφαλιστικ
ό
κλητική
πυρασφαλιστικ
έ
πυρασφαλιστικ
ή
πυρασφαλιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυρασφαλιστικ
οί
οι
πυρασφαλιστικ
ές
τα
πυρασφαλιστικ
ά
γενική
των
πυρασφαλιστικ
ών
των
πυρασφαλιστικ
ών
των
πυρασφαλιστικ
ών
αιτιατική
τους
πυρασφαλιστικ
ούς
τις
πυρασφαλιστικ
ές
τα
πυρασφαλιστικ
ά
κλητική
πυρασφαλιστικ
οί
πυρασφαλιστικ
ές
πυρασφαλιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυρασφαλιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πυρασφαλιστικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυρασφαλιστικός