Δείτε επίσης: Πύλων, πυλῶν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πυλών θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυλών οἱ πυλῶνες
      γενική τοῦ πυλῶνος τῶν πυλώνων
      δοτική τῷ πυλῶν τοῖς πυλῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πυλῶν τοὺς πυλῶνᾰς
     κλητική ! πυλών πυλῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυλῶνε
γεν-δοτ τοῖν  πυλώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυλών < πύλ(η) + -ών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυλών, -ῶνος αρσενικό

  1. πυλώνας, επιβλητική πύλη
  2. προθάλαμος (σε ναό, οικία κ.λπ.)
  3. φυλάκιο (εισόδου σε πόλη)
  4. (ελληνιστική σημασία , μεταφορικά) βασικός παράγοντας

  Πηγές επεξεργασία