Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυελοουρητηρικός η πυελοουρητηρική το πυελοουρητηρικό
      γενική του πυελοουρητηρικού της πυελοουρητηρικής του πυελοουρητηρικού
    αιτιατική τον πυελοουρητηρικό την πυελοουρητηρική το πυελοουρητηρικό
     κλητική πυελοουρητηρικέ πυελοουρητηρική πυελοουρητηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυελοουρητηρικοί οι πυελοουρητηρικές τα πυελοουρητηρικά
      γενική των πυελοουρητηρικών των πυελοουρητηρικών των πυελοουρητηρικών
    αιτιατική τους πυελοουρητηρικούς τις πυελοουρητηρικές τα πυελοουρητηρικά
     κλητική πυελοουρητηρικοί πυελοουρητηρικές πυελοουρητηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυελοουρητηρικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πυελοουρητηρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία