Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτιλώδης η πτιλώδης το πτιλώδες
      γενική του πτιλώδους της πτιλώδους του πτιλώδους
    αιτιατική τον πτιλώδη την πτιλώδη το πτιλώδες
     κλητική πτιλώδη(ς) πτιλώδης πτιλώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτιλώδεις οι πτιλώδεις τα πτιλώδη
      γενική των πτιλωδών των πτιλωδών των πτιλωδών
    αιτιατική τους πτιλώδεις τις πτιλώδεις τα πτιλώδη
     κλητική πτιλώδεις πτιλώδεις πτιλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτιλώδης < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πτιλώδης

  Μεταφράσεις επεξεργασία