Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτερυγοειδής η πτερυγοειδής το πτερυγοειδές
      γενική του πτερυγοειδούς* της πτερυγοειδούς του πτερυγοειδούς
    αιτιατική τον πτερυγοειδή την πτερυγοειδή το πτερυγοειδές
     κλητική πτερυγοειδή(ς) πτερυγοειδής πτερυγοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτερυγοειδείς οι πτερυγοειδείς τα πτερυγοειδή
      γενική των πτερυγοειδών των πτερυγοειδών των πτερυγοειδών
    αιτιατική τους πτερυγοειδείς τις πτερυγοειδείς τα πτερυγοειδή
     κλητική πτερυγοειδείς πτερυγοειδείς πτερυγοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτερυγοειδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πτερυγοειδής

  Μεταφράσεις επεξεργασία