Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτεροειδής η πτεροειδής το πτεροειδές
      γενική του πτεροειδούς* της πτεροειδούς του πτεροειδούς
    αιτιατική τον πτεροειδή την πτεροειδή το πτεροειδές
     κλητική πτεροειδή(ς) πτεροειδής πτεροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτεροειδείς οι πτεροειδείς τα πτεροειδή
      γενική των πτεροειδών των πτεροειδών των πτεροειδών
    αιτιατική τους πτεροειδείς τις πτεροειδείς τα πτεροειδή
     κλητική πτεροειδείς πτεροειδείς πτεροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Η σορβιά είναι χαρακτηριστικό είδος φυτού που τα φύλλα του είναι πτεροειδή.
 
Pteroeides.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτεροειδής < πτερ(όν) + -ο- + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

πτεροειδής, -ής, -ές

  1. που μοιάζει ή έχει χαρακτηριστικά του σχήματος φτερού
  2. (ιχθυολογία) που ανήκει στα Πτεροειδή, συνομοταξία των Κνιδόζωων

  Μεταφράσεις επεξεργασία