Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτίλωμα τα πτιλώματα
      γενική του πτιλώματος των πτιλωμάτων
    αιτιατική το πτίλωμα τα πτιλώματα
     κλητική πτίλωμα πτιλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτίλωμα < πτίλ(ο) + -ωμα < αρχαία ελληνική πτίλον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpti.lo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτί‐λω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτίλωμα ουδέτερο

  • (λόγιο) τα πούπουλα ή τα μαλακά φτερά του φτερώματος ενός πουλιού
    ※  Αυτή / Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα / Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα / Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο / Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα / Στους αιθέρες ν' ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα / Στα ουράνια κατοικητήρια. (Οδυσσέας Ελύτης, La pallida morte, Τα ελεγεία της οξώπετρας)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία