Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πτάξ οἱ πτάκες
      γενική τοῦ πτακός τῶν πτακῶν
      δοτική τῷ πτακῐ́ τοῖς πταξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν πτάκ τοὺς πτάκᾰς
     κλητική ! πτάξ πτάκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτάκε
γεν-δοτ τοῖν  πτακοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτάξ < πτώσσω (κάνω κάποιον να ζαρώσει από φόβο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτάξ αρσενικό, γενική: πτακός

  1. εκείνος που ζαρώνει από φόβο, δειλία, ανημποριά, ο τρομαγμένος
  2. ο λαγός

συνώνυμες επεξεργασία