πρώτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρώτα < πρώτος + -α < αρχαία ελληνική πρῶτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pr̥H-
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
πρώτα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πρώτα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρώτος