Δείτε επίσης: πρῶτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρώτα < πρώτος + < αρχαία ελληνική πρῶτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pr̥H-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ta/

  Επίρρημα επεξεργασία

πρώτα

  1. (χρονικό επίρρημα)
    1. στην αρχή
       συνώνυμα: αρχικά
    2. σε παλαιότερες εποχές, σε προηγούμενο χρονικό διάστημα
       συνώνυμα: άλλοτε, παλιότερα
  2. πάνω απ’ όλα, το πιο σημαντικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρώτα ουδέτερο