Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόχειρο τα πρόχειρα
      γενική του προχείρου
πρόχειρου
των προχείρων
    αιτιατική το πρόχειρο τα πρόχειρα
     κλητική πρόχειρο πρόχειρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόχειρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόχειρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.çi.ɾo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόχειρο ουδέτερο

  1. τετράδιο ή άλλο παρόμοιο μέσο το οποίο χρησιμοποιούμε για να καταγράψουμε κάτι προσωρινά ή να κάνουμε υπολογισμούς
  2. (πληροφορική) περιοχή της μνήμης του υπολογιστή η οποία χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρόχειρο ουδέτερο