Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόστεγο τα πρόστεγα
      γενική του πρόστεγου των πρόστεγων
    αιτιατική το πρόστεγο τα πρόστεγα
     κλητική πρόστεγο πρόστεγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόστεγο < πρό- + στέγ(η) + -ον > -ο (στέγασμα) Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική πρόστεγον (νοίκι). Δείτε και το ελληνιστικό προστέγιον. [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ste.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐στε‐γο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόστεγο ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική) το μπροστινό μέρος μεγάλου στεγάσματος
  2. (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του προστέγασμα
  3. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) η πρωραία υπερκατασκευή πλοίου
    χαρακτηριστικό το πρόστεγο που φέρουν τα ρυμουλκά, αλιευτικά, φορτηγιδοφόρα κ.ά. τύποι πλοίων
     συνώνυμα: καμπούνι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία