Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι πρόποδες
      γενική των προπόδων
    αιτιατική τους πρόποδες
     κλητική πρόποδες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
θάμνοι στους πρόποδες βουνού

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόποδες < αρχαία ελληνική πρόπους < πούς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόποδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • το χαμηλότερο μέρος ενός βουνού ή άλλου υψώματος
    ※  Το σπίτι του Στέφανου ήταν στη Νεάπολη, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. (Τεύκρος Μιχαηλίδης (2006) Πυθαγόρεια Εγκλήματα [μυθιστόρημα])

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία