πρωτόβγαλτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πρωτόβγαλτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πρωτόβγαλτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πρωτόβγαλτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωτόβγαλτος