πρωτοτάξιδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.toˈta.ksi.ðos/
Επίθετο επεξεργασία
πρωτοτάξιδος
- (λαϊκότροπο) που για πρώτη φορά ταξιδεύει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτοτάξιδος
|