πρωτοσύστατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτοσύστατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πρωτοσύστατος, -η, -ο
- αυτός που μόλις συστάθηκε, ο νεοσύστατος
- αρχικός ή πρωτότυπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτοσύστατος
|