πρωτοκατασκευασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
πρωτοκατασκευασμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πρωτοκατασκευάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτοκατασκευασμένος
|
Δείτε επίσης : προκατασκευασμένος |
πρωτοκατασκευασμένος
|