Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοκαιρίτικος η πρωτοκαιρίτικη το πρωτοκαιρίτικο
      γενική του πρωτοκαιρίτικου της πρωτοκαιρίτικης του πρωτοκαιρίτικου
    αιτιατική τον πρωτοκαιρίτικο την πρωτοκαιρίτικη το πρωτοκαιρίτικο
     κλητική πρωτοκαιρίτικε πρωτοκαιρίτικη πρωτοκαιρίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοκαιρίτικοι οι πρωτοκαιρίτικες τα πρωτοκαιρίτικα
      γενική των πρωτοκαιρίτικων των πρωτοκαιρίτικων των πρωτοκαιρίτικων
    αιτιατική τους πρωτοκαιρίτικους τις πρωτοκαιρίτικες τα πρωτοκαιρίτικα
     κλητική πρωτοκαιρίτικοι πρωτοκαιρίτικες πρωτοκαιρίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοκαιρίτικος < πρωτο- + καιρός + -ίτικος

  Επίθετο επεξεργασία

πρωτοκαιρίτικος

  • (παρωχημένο, σπάνιο) ο πρώιμος
    ※  Ανεβαίνοντας προ ημερών στον Κίσαβο, για να μαζέψω τα πρωτοκαιρίτικα κεράσια της αυλής μου, και βλέποντας την πλούσια και αναγεννημένη βλάστηση με τα ολάνθιστα ευωδιαστά σπάρτα σε όλο το μήκος της διαδρομής, θυμήθηκα (…). (www.eleftheria.gr, 03.06.2021)

  Μεταφράσεις επεξεργασία