πρωτευουσιάνικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτευουσιάνικος < πρωτευουσιάνος + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
πρωτευουσιάνικος
- που έχει σχέση με τον πρωτευουσιάνο ή την πρωτεύουσα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πρωτεύουσα, πρωτεύω και πρώτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτευουσιάνικος
|