πρωταυγουστιάτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πρωταυγουστιάτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με την πρωταυγουστιά, αναφέρεται σ’ αυτή ή γίνεται κατά τη διάρκειά της
- ※ Πρωταυγουστιάτικη εκδήλωση στη θέση «Ασβεσταριά» Κρανιάς Ασπροποτάμου, διοργανώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- πρωταυγουστιά
- → δείτε τις λέξεις πρώτος και Αύγουστος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωταυγουστιάτικος
|