προϋπάντηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προϋπάντηση | οι | προϋπαντήσεις |
γενική | της | προϋπάντησης* | των | προϋπαντήσεων |
αιτιατική | την | προϋπάντηση | τις | προϋπαντήσεις |
κλητική | προϋπάντηση | προϋπαντήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προϋπαντήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προϋπάντηση < μεσαιωνική ελληνική προϋπάντησις < ελληνιστική κοινή προϋπαντάω / προϋπαντῶ < αρχαία ελληνική ὑπαντάω / ὑπαντῶ < ὑπό + ἀντάω / ἀντῶ < ἀντί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énti < *h₂énts < *h₂ent- (μπροστά)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.iˈpan.di.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
προϋπάντηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προϋπαντώ